τιμητευω

τιμητευω
    τιμητεύω
    τῑμητεύω
    быть цензором (в Риме) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τιμητευω" в других словарях:

  • τιμητεύω — Α [τιμητής] έχω το αξίωμα τού τιμητού …   Dictionary of Greek

  • τιμητευσάντων — τῑμητευσάντων , τιμητεύω to be censor aor part act masc/neut gen pl τῑμητευσάντων , τιμητεύω to be censor aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητεία — η, ΝΑ [τιμητεύω] (στην αρχ. Ρώμη) η θητεία, το αξίωμα και η εξουσία τού τιμητού, τού Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • τιμητεύειν — τῑμητεύειν , τιμητεύω to be censor pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητεύοντος — τῑμητεύοντος , τιμητεύω to be censor pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητεύσαντες — τῑμητεύσαντες , τιμητεύω to be censor aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητεύσας — τῑμητεύσᾱς , τιμητεύω to be censor aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητεύων — τῑμητεύων , τιμητεύω to be censor pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτιμήτευσαν — ἐτῑμήτευσαν , τιμητεύω to be censor aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»